- ιωνικός
- η , ό[ν] ионийский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ἰωνικός — Ionic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιωνικός — (4ος αι. μ.Χ.).Γιατρός από τις Σάρδεις. Έδρασε κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα και ασχολήθηκε με την ανατομία, τη φαρμακευτική, τη χειρουργική, τη φιλοσοφία, τη ρητορική και την ποίηση. * * * ή, ὁ (Α ἰωνικός, ή, όν) [Ίωνες] 1.… … Dictionary of Greek
ιωνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ίωνες και στην Ιωνία: Ιωνική επανάσταση. – Ιωνικός ρυθμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… … Dictionary of Greek
Ἰωνικά — Ἰωνικός Ionic neut nom/voc/acc pl Ἰωνικά̱ , Ἰωνικός Ionic fem nom/voc/acc dual Ἰωνικά̱ , Ἰωνικός Ionic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνικώτερον — Ἰωνικός Ionic adverbial comp Ἰωνικός Ionic masc acc comp sg Ἰωνικός Ionic neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνικῶν — Ἰωνικός Ionic fem gen pl Ἰωνικός Ionic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνικόν — Ἰωνικός Ionic masc acc sg Ἰωνικός Ionic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνικαῖς — Ἰωνικός Ionic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνικαί — Ἰωνικός Ionic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνικοῖς — Ἰωνικός Ionic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)